- εφορειακός
- και εφοριακός, -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στην εφορ(ε)ία ή στον έφορο2. το αρσ. ως ουσ. ο εφοριακόςο υπάλληλος τής εφορίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < εφορ(ε)ία. Η λ. εφορειακός μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς, ενώ η λ. εφοριακός από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.